Τῇ Η’ (8ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ.

Μετὰ ταῦτα ἔφεραν ταύτας πρὸ τοῦ ἡγεμόνος, ὅστις εἶπε πρὸς τὴν Θεοδοσίαν· «Βλέπεις ὅτι σὲ εὐσπλαγχνίζομαι καὶ δὲν σὲ παιδεύω. Μετανόησον λοιπὸν καὶ σὺ καὶ παρακάλεσον τοὺς θεοὺς νὰ σὲ συγχωρήσουν». Ἡ δὲ ἀπεκρίθη μετὰ θάρρους· «Δὲν ἐντρέπεσαι νὰ ὀνομάζῃς θεοὺς τὰ κωφὰ καὶ ἀναίσθητα εἴδωλα, μὲ τὰ ὁποῖα καὶ σὺ θὰ γίνῃς ὅμοιος;». Τότε προστάσσει, ὁ ἄδικος δικαστὴς νὰ δείρουν τὴν μακαρίαν εἰς τὸ στόμα νὰ τὴν τανύσουν γυμνήν, νὰ τὴν ραβδίζωσι τέσσαρες ἄνδρες καὶ νὰ καταξεσχίζωσι τὰς πλευράς της διὰ σιδηρῶν ὀνύχων. Τούτων γενομένων, αἱ ἄλλαι γυναῖκες ἐδάκρυον ἀπὸ συμπάθειαν, περισσότερον δὲ ὅταν εἶδον τὰ αἵματα, τὰ ὁποῖα ὡς ρύακες ἔτρεχον ἐκ τῶν πλευρῶν της. Ἐδεήθησαν δὲ πρὸς τὸν Κύριον νὰ τῆς προσφέρῃ βοήθειαν καὶ ἀναψυχήν.

Ὁ δὲ τύραννος ἐπρόσταξε νὰ δέρουν μὲ μολυβδίνας σφαίρας τὰς σιαγόνας τῶν ἁγίων γυναικῶν διὰ νὰ μὴ προσεύχωνται. Ἔπειτα, βλέπων ὅτι ἐνικᾶτο αὐτὸς ὑπ’ αὐτῶν καὶ ὅτι ἦτο κίνδυνος μὲ τὴν ἐπιμονὴν τῶν γυναικῶν νὰ ἐπιστρέψουν καὶ ἄλλοι εἰς τὴν εὐσέβειαν, ἔκαμε δι’ αὐτάς, ἂν καὶ παρὰ τὴν θέλησίν του, φιλανθρωπίαν ὁ μισάνθρωπος καὶ ἐξέδωσε κατ’ αὐτῶν τὴν τελευταίαν ἀπόφασιν, νὰ δέσουν ἁπάσας διὰ μιᾶς ἁλύσου καὶ νὰ κόψουν τὰς κεφαλὰς αὐτῶν. Αἵτινες, τοῦτο ἀκούσασαι, ἔχαιρον καὶ ἔτρεχον εἰς τὸν θάνατον μὲ φαιδρὸν καὶ ἀγαλλόμενον πρόσωπον. Διότι ἐγνώριζον ὅτι ἀπεμακρύνοντο ἀπὸ τὰς λύπας τῆς παρούσης ζωῆς καὶ μετέβαινον εἰς τὰ χαρμόσυνα καὶ εὐφρόσυνα, ἵνα συμβασιλεύσουν μετὰ τοῦ οὐρανίου νυμφίου Χριστοῦ αἰωνίως. Ὅταν λοιπὸν ἔφθασαν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ἔκλιναν τὰς κεφαλὰς χαίρουσαι καὶ ἐδέχθησαν τὸ μακάριον τέλος εἰς τὰς κθ’ (29) τοῦ Μαΐου μηνός.

Μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἐπρόσταξεν ὁ ἄρχων νὰ ὁδηγήσωσι πρὸς αὐτὸν τὸν Προκόπιον καὶ τότε εἶπεν εἰς αὐτόν· «Δὲν ἐχόρτασες μὲ τὸ νὰ ἀπολέσῃς τόσας ψυχάς;». Ὁ Ἅγιος ἀπήντησε· «Δὲν ὡδήγησα αὐτὰς εἰς τὴν ἀπώλειαν, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἀπώλειαν ἐλύτρωσα ταύτας». Τότε ὁ ἄρχων ἐπρόσταξε νὰ ξεσχίσουν τοῦ Ἁγίου τὸ πρόσωπον διὰ σιδηρῶν ὀνύχων. Καὶ οἱ μὲν δήμιοι ἐξέσχιζον τὰς σάρκας αὐτοῦ ὡς ἄγρια θηρία. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος ἵστατο καρτερικῶς ὑποφέρων τὰς πληγάς, ὡς νὰ ἦτο λίθος ἢ σίδηρος. Καὶ ἔτρεχον μὲν τὰ αἵματα καὶ ἐπότιζον τὴν γῆν, ἀλλὰ στεναγμὸς οὐδόλως ἠκούετο.