Ταῦτα ἀκούσας ὁ Μαξιμῖνος ἐθυμώθη, πλὴν ὅμως, ἐπειδὴ εἶχεν ἀνάγκην μεγάλην νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Βυζάντιον, δὲν ἐπῆγεν εὐθὺς εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Ὅμως ἔστειλε τὸν φρονιμώτερον ἄρχοντα ἐκ τῶν συμβούλων αὐτοῦ, τὸν μετέπειτα ἔνδοξον Μεγαλομάρτυρα Μηνᾶν, ὅστις ἦτο Ἀθηναῖος, πεπαιδευμένος εἰς τὴν ἑλληνικὴν σοφίαν καὶ τὴν ρητορικὴν ἐπιστήμην, τόσον ὥστε ἦτο ἄξιος μὲ τὴν εὐγλωττίαν του νὰ συναγωνισθῇ μὲ κάθε σοφόν, τὸ δὲ ἀληθέστερον ὅτι οὗτος ἦτο Χριστιανὸς εἰς τὸ ἀπόκρυφον, ἀλλ’ εἰς τὸν βασιλέα παρρησιάζετο ὡς εἰδωλολάτρης, διότι δὲν ἐτόλμα ἀκόμη νὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἀλήθειαν, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζε τὸ ἀποβησόμενον. Τοῦτον λοιπὸν ἔστειλεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, διὰ νὰ διαλύσῃ πᾶσαν ἀμφιβολίαν καὶ πᾶν ζήτημα, τὸ ὁποῖον θὰ ἠγείρετο εἰς τὸ μέσον, οὕτως ὥστε νὰ παύσουν τὰ σκάνδαλα, ἔτι δὲ διὰ νὰ ἀφανίσῃ τελείως μὲ τὴν σοφίαν καὶ γνῶσίν του τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, ὡς ζηλωτὴς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅπως εἰς τὸ φαινόμενον ἐνομίζετο. Ἔδωσε δὲ εἰς αὐτὸν ὁδηγίας, ὅσοι δὲν πειθαρχήσουν εἰς τὰς ἐντολάς του, νὰ τοὺς παιδεύῃ σκληρότατα. Λαβὼν λοιπὸν ὁ Μηνᾶς τὴν ἐξουσίαν, ἀπῆλθεν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ὡς τοῦ βασιλέως ἐπίτροπος καὶ ἐκεῖ μὲ τὴν δύναμιν τῶν λόγων του καὶ τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν, τὴν ὁποίαν εἶχεν, ἔλυσε μὲν τὰς διαφορὰς καὶ εἰρήνευσε τὸν λαόν, ἐπαναφέρας εἰς αὐτὸν τὴν παλαιὰν γαλήνην. Διὰ τὴν Πίστιν ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἔβαλε κατὰ νοῦν, ὅτι δὲν ἤθελεν εὕρει καιρὸν ἐπιτηδειότερον νὰ παρρησιασθῇ, ἀπ’ αὐτὸν κατὰ τὸν ὁποῖον εἶχε τὴν ἐξουσίαν εἰς χεῖρας του καὶ τοῦ ἦτο εὔκολον νὰ καταπείσῃ τὴν χώραν ὁλόκληρον εἰς τὸ νὰ γίνουν Χριστιανοὶ καὶ διότι, ἐὰν ἤθελε μαρτυρήσῃ ἄλλον καιρόν, θὰ ἐλάμβανεν ἕνα καὶ μόνον στέφανον, ἐνῷ τότε θὰ εἶχε μισθὸν καὶ διὰ τοὺς ἄλλους οἵτινες θὰ ἐπίστευον.
Ἔστειλε λοιπὸν πρῶτον ἀναφορὰν εἰς τὸν βασιλέα, διὰ τῆς ὁποίας ἐξέθετεν εἰς αὐτὸν τὴν ἐπελθοῦσαν συμφωνίαν καὶ τὴν εἰρήνευσιν τοῦ λαοῦ, προσπαθῶν οὕτω νὰ καθησυχάσῃ τὸν βασιλέα· ἔπειτα γνωρίζων τὸν ὄχλον, καὶ ὅτι ὀλίγοι εἶναι οἱ πιστεύοντες μόνον μὲ τοὺς λόγους καὶ τὰς παροτρύνσεις, ἴσως δὲ καὶ αὐτοὶ οἱ ὀλίγοι ὑποκρινόμενοι, δὲν ἔκαμεν εἰς αὐτοὺς πολλὰς ὁμιλίας, εἰμὴ μόνον ἔλεγεν ὀλίγα τινὰ ὅταν ἤθελον τὸν ἐρωτήσει. Ὅμως ἐπεχείρησε νὰ δεικνύῃ μὲ τὰ ἔργα τὴν δύναμιν τοῦ Ἐσταυρωμένου, διότι ἐγνώριζεν ὅτι τὰ ἔργα δύνανται νὰ ἑλκύσουν εὐκολώτερον τοὺς βλέποντας αὐτὰ εἰς τὴν εὐσέβειαν, ἐπειδὴ οἱ ὀφθαλμοὶ εἶναι πιστότεροι τῶν ὤτων.