Τῇ Ι’ (10ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ΜΗΝΑ τοῦ Καλλικελάδου, ΕΡΜΟΓΕΝΟΥΣ καὶ ΕΥΓΡΑΦΟΥ.

Ὅταν ἐξημέρωσε, συνήχθησαν εἰς τὸ θέατρον περισσότεροι ἄνθρωποι, ἐπιποθοῦντες νὰ ἴδωσι το τέλος τῆς διαλέξεως. Ὁ δὲ ἔπαρχος, μαθὼν ταῦτα, ἐπρόσταξε νὰ φέρουν ὅλα τὰ κολαστήρια ὄργανα, μὲ τὰ ὁποῖα ἐτιμώρουν τοὺς ἀπειθεῖς καὶ καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος ἔστειλε νὰ φέρουν δεδεμένον τὸν Μάρτυρα, διὰ νὰ φοβηθῇ βλέπων ταῦτα καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· «Εἰς ποίαν τύχην ἐθάρρευσας καὶ ἐτόλμησας νὰ καταπείσῃς ὅλον τὸν λαὸν τῆς πόλεως νὰ ἀποστατήσουν ἀπὸ τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν, νὰ καταφρονήσωσι τοὺς θεοὺς καὶ νὰ πιστεύσουν εἰς τὴν γνώμην σου σεβόμενοι Θεὸν νεώτερον; ἢ μήπως ἔβαλες κατὰ νοῦν νὰ ἐξουσιάσῃς τὴν πόλιν ταύτην τυραννικῶς;». Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἅγιος· «Φανερὸν εἶναι, ὦ ἔπαρχε, ἀπὸ τὸ μέτριον σχῆμα καὶ τὰς ἄλλας μου ἐργασίας, ὅτι ἐγὼ δὲν ἔχω κατὰ νοῦν νὰ ἀσκήσω καμμίαν τυραννίαν, οὔτε τὸν λαὸν παρεκίνησα εἰς ἀπείθειαν, ἀλλ’ ὁ ζῆλος τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ἐγνώρισαν διὰ τῶν σημείων, τοὺς ἠνάγκασε νὰ καταφρονήσουν τοὺς θεούς σας, διότι πρέπον εἶναι πᾶς ἄνθρωπος, ἔχων γνῶσιν καὶ γνωρίσας τὸ ψεῦδος, νὰ τὸ μισῇ καὶ νὰ προσκυνῇ τὴν ἀλήθειαν, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Χριστός».

Βλέπων ὁ ἔπαρχος ὅτι μὲ τοὺς λόγους μόνον δὲν δύναται νὰ πείσῃ τὸν Μάρτυρα, λέγει προς αὐτόν· «Οὕτω νομίζεις, ἀνόητε· ἀλλὰ τώρα θὰ σὲ κάμω ἐγὼ νὰ γνωρίσῃς ὅτι ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶπες χθὲς καὶ σήμερον, εἶναι φλυαρήματα καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ σέβεσαι τὸν Ἐσταυρωμένον· διότι ὅταν σὺ δὲν δυνηθῇς νὰ θεραπεύσῃς ἐκεῖνα τὰ μέλη, τὰ ὁποῖα ἐγὼ θὰ σοῦ κόψω, πῶς νὰ πιστεύσω ὅτι δίδεις εἰς ἄλλους τὴν ὑγείαν, ἀφοῦ δὲν θὰ δύνασαι νὰ ἰατρεύσῃς τὸν ἑαυτόν σου;». Τὴν γνώμην ταύτην τοῦ ἐπάρχου ἐπῄνεσεν ὅλος ὁ λαός. Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπε πρὸς αὐτόν· «Παρακαλῶ τὸν Κύριον, νὰ δοκιμάσῃς εἰς ἐμὲ τὸν Χριστόν, διότι τότε ἐλπίζω νὰ ἐκδυθῇς καὶ σὺ τὴν ἀξίαν, τὴν ὁποίαν φορεῖς καὶ νὰ γίνῃς εἷς ἐκ τῶν δούλων τοῦ οὐρανίου Βασιλέως Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ». Ὁ ἔπαρχος ὀργισθεὶς εἰς τοῦτο πολὺ καὶ διὰ νὰ ἐκδικήσῃ τὴ ὕβριν ταύτην, καθὼς τὴν ἐνόμιζεν, ἐλπίζων δὲ καὶ ὅτι μὲ τοῦτο θέλει νικήσει τὸν Ἅγιον, προστάσσει νὰ κόψουν μὲ μαχαίρας ὅλην τὴν σάρκα τῶν ποδῶν του, ἤτοι τὰ πέλματα καὶ νὰ μὴ ἀφήσουν εἰ μὴ μόνον τὰ κόκκαλα. Ὁ δὲ Ἅγιος, τοσοῦτον ἀνηλεῶς τὰς σάρκας κατατεμνόμενος, ἐπόνεσεν ὀλίγην ὥραν, πλὴν ὑπέμεινε τὰς ἀλγηδόνας ἀνδρείως καὶ ἀφοῦ τὸν ἀφῆκαν οἱ δήμιοι, ἐπήδησε καὶ ἐστάθη ὀρθός, μὲ τὰ ὀστᾶ μόνον τῶν ποδῶν καὶ ἔψαλλεν· «Ὁ πούς μου ἔστη ἐν εὐθύτητι, ἐν Ἐκκλησίαις εὐλογήσω σε, Κύριε» (Ψαλμ. κε’ 12).


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐν ἄλλοις γράφεται Μαξιμιανοῦ, ἡ διαφορὰ ὅμως αὕτη ἐξηγεῖται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι κατὰ τὴν αὐτὴν ἐποχὴν ἐβασίλευε καὶ ὁ Μαξιμιανὸς καὶ ἄλλοι τινὲς ὡς ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρομεν.

[2] Περὶ τῶν τότε βασιλευσάντων βλέπε λεπτομερέστερον ἐν τῷ βίῳ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ καʹ (21ῃ) τοῦ μηνὸς Μαΐου.

[3] Ἕδρα τοῦ Μαξιμίνου ὑπῆρχε τότε ἡ Ἀντιόχεια, ἐνῷ τοῦ Γαλερίου Μαξιμιανοῦ ἦτο ἡ Θεσσαλονίκη, ὡς ἀνωτέρω ἀναφέρομεν.

[4] Ἐτελεύτησε δὲ ὁ Μαξιμῖνος, ἐκεῖ εἰς τὴν Ταρσὸν τῆς Κιλικίας, μετὰ τὴν ἧτταν του ἀπὸ τὸν Λικίνιον κατὰ τὴν ἐν Περίνθῳ τῆς Θρᾴκης μάχην τοῦ ἔτους 313, δικαίαν λαβὼν ἀνταμοιβὴν τῆς κακίας του. Βλέπε σχετικῶς καὶ ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ἐν τῷ βίῳ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, τῇ καʹ (21ῃ) τοῦ μηνὸς Μαΐου.

[5] Τὰ ἅγια ταῦτα Λείψανα εὑρέθησαν εἰς τὴν θέσιν αὐτὴν μετὰ παρέλευσιν τετρακοσίων ἐτῶν. (Βλέπε τὰ περὶ τῆς εὑρέσεως ταύτης εἰς τὴν ιζʹ (17ην) Φεβρουαρίου, ὅτε ἑορτάζεται ἡ μνήμη αὐτῆς, ἐν τόμῳ Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).