Ὁ Παῦλος ἡρπάγη ἕως τρίτου οὐρανοῦ, μέσα εἰς τὸν Παράδεισον, εἶδε πράγματα, ἤκουσε πράγματα. Ἀλλὰ τί εἴδους; Εἶδε πράγματα (λέγει) τὰ ὁποῖα ἀκόμη δὲν εἶδαν οἱ ὀφθαλμοί μας, ἀκόμη δὲν ἤκουσαν τὰ ὦτά μας, ἀκόμη δὲν ἐπεθύμησεν ἡ καρδία μας· «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. β’ 9). Ἤκουσα πράγματα τὰ ὁποῖα ἄνθρωπος δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὰ ἐξηγήσῃ· «ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 4). Ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι εἶδον ὀφθαλμοφανῶς τὸν Παράδεισον, ἕνας Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ ἀετὸς τῆς Θεολογίας· ἕνας Παῦλος, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς καὶ ὅμως ὁμιλοῦσι τόσον σκοτεινὰ καὶ τόσον ἀπόρρητα. Ἀπὸ ἐκεῖνα ὅμως τὰ ὁποῖα λέγουσι, καταλαμβάνετε τί νὰ εἶναι ὁ Παράδεισος; Ὄχι. Ὦ Παράδεισε! ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ σὲ κερδήσωμεν, ἀλλ’ ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σὲ καταλάβωμεν.
Ἂς ἐρωτήσωμεν αὐτὸν τὸν Ἰησοῦν Χριστόν· αὐτὸς μᾶς λέγει εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ὅτι ὁ Παράδεισος εἶναι ἕνας σπόρος ἀγαθός· ὅτι εἶναι ἕνας κόκκος σινάπεως· ὅτι εἶναι μία ζύμη· ὅτι εἶναι μία σαγήνη· ὅτι εἶναι ἕνας μαργαρίτης· ὅτι εἶναι ἕνας θησαυρὸς κεκρυμμένος· ὅτι εἶναι ὁ κόλπος τοῦ Ἀβραάμ· ἀλλ’ ἀπὸ αὐτὰς τὰς παραβολάς, καταλαμβάνετε τί εἶναι ὁ Παράδεισος; Ὄχι. Ὦ Παράδεισε! ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ σὲ κερδήσωμεν, ἀλλ’ ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ σὲ καταλάβωμεν.
Ἰησοῦ Χριστέ, ἡ σεσαρκωμένη τοῦ Θεοῦ Σοφία, εἰπέ μας, φανερώτερα, τί εἶναι ὁ Παράδεισος; Δύο πράγματα σᾶς λέγω· αὐτὴ εἶναι μία ζωὴ χωρὶς θάνατον· «Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή» (Ἰωάν. ιζ’ 3). Αὕτη εἶναι μία χαρὰ χωρὶς τέλος· «χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν» (αὐτ. ιϛ’ 22). Ζωὴ χωρὶς θάνατον, Χριστιανέ, στοχάσου τὴν εὐτυχίαν τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἢ μεγάλην, ἢ μικράν, ἢ ὅλην, ἢ ἕνα μέρος. Νὰ εἶσαι εἷς βασιλεύς, μονάρχης τοῦ κόσμου παντός, νὰ βασιλεύῃς εἰς τὰς χώρας, χωρὶς νὰ δοκιμάσης καμμίαν λύπην· ὡραῖος, πλούσιος, ἔνδοξος. Αὐτὴ φαίνεται νὰ εἶναι ἡ μεγαλυτέρα εὐτυχία τῆς γῆς. Ἀλλ’ αὐτὴ δὲν εἶναι εὐτυχία, διότι ἀφοῦ ζήσῃς ὅσον καὶ ἂν θέλῃς, ὅμως ἀπαραιτήτως πρέπει κάποτε νὰ ἀποθάνῃς, ἑπομένως ἀνὰ πᾶσαν ὥραν θὰ φοβῆσαι τὸν θάνατον. Ἐκεῖνος δὲ ὁ φόβος σὲ κάνει δυστυχῆ καὶ μέσα εἰς τὴν εὐτυχίαν.