Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος ΒΙΚΤΩΡΟΣ.

Νὰ ἐκτελέσῃς λοιπὸν ἐναντίον μου ὅσα βεβαίως θέλεις, ἐφ’ ὅσον ἔχεις τὴν ἐξουσίαν τοῦ σώματός μου, διότι τὴν ψυχήν μου μόνον ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα, ὅσων δὲν τὸν σέβονται, νὰ καταδικάσῃ εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός». Ἐν συνεχείᾳ ὁ δοὺξ εἶπε· «Βλέπω, Βίκτωρ, ἀπὸ τὰς ἀπαντήσεις ποὺ δίδεις, ὅτι εἶσαι πράγματι σοφὸς καὶ συνετὸς καὶ λυποῦμαι τὴν μόρφωσίν σου· μὴ λοιπόν, διὰ τῆς ἀπειθείας σου, μετατρέψῃς τὴν ἡμερότητα, μὲ τὴν ὁποίαν σοῦ συμπεριφέρομαι, εἰς ἀγριότητα».

Ἀφοῦ ὁ Ἅγιος ἤκουσε καλῶς τὸν δοῦκα, τοῦ λέγει· «Ὦ δικαστά, ἡ σοφία μου, περὶ τῆς ὁποίας ὡμίλησες, δὲν εἶναι κατόρθωμα τῆς διανοητικῆς μου ἱκανότητος, ἀλλὰ χορηγεῖται εἰς ἡμᾶς ἀπὸ Ἄνω, ἀπὸ τὴν πηγὴν τῆς πραγματικῆς σοφίας, ὅπου εἶναι ὁ Χριστός». Ὁ δοὺξ ἐπιμένει· «Λύτρωσε τὸν ἑαυτόν σου, Βίκτωρ, ἀπὸ πολλὰ βάσανα καὶ θλίψεις καὶ θυσίασε εἰς τοὺς θεούς». Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Βίκτωρ παραμένει σταθερὸς λέγων· «Προκειμένου νὰ θυσιάσω εἰς τὰ δαιμόνια, εὐχαρίστως δέχομαι νὰ ὑποστῶ ὅλα τὰ βασανιστήρια καὶ τότε μᾶλλον θὰ εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος, ὅτι ἀγωνίζομαι χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ὅταν καταξιωθῶ νὰ ἀτιμασθῶ ὑπὲρ τῆς δόξης καὶ τῆς ὁμολογίας τοῦ Χριστοῦ». Ὁ δοὺξ μὲ ἀπορίαν ἐρωτᾷ· «Μήπως ἀνήκεις εἰς αὐτούς, ποὺ οἱ Χριστιανοὶ ὀνομάζουν Ἱερεῖς; Τὸ ὑποπτεύομαι ἀπὸ τὰς συνετὰς καὶ σοφὰς ἀπαντήσεις, ποὺ δίδεις».

Εἰς τὴν ἐρώτησιν ταύτην τοῦ δουκὸς ὁ Μάρτυς ἀπήντησεν· «Αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, τῆς Ἱερωσύνης, ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος. Ἐκείνη, ποὺ μοῦ ἐνέπνευσε τὴν σύνεσιν αὐτὴν καὶ μὲ ἐφώτισε νὰ διατυπώσω τοὺς λόγους αὐτοὺς εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ μου· διότι αὐτὴ ἡ Χάρις εἶναι ποὺ παρέχει εἰς ὅλους τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ πλήμμυραν σοφίας καὶ τοὺς καθιστᾷ μετόχους παντὸς ἀγαθοῦ δωρήματος, ἀπὸ τὸν πλοῦτον τῶν ἀδαπανήτων θησαυρῶν αὐτῆς. Ὅπως λοιπὸν ἀκριβῶς ὁ πεπειραμένος γεωργός, ποὺ καλλιεργεῖ μὲ ἀφοσίωσιν καὶ φροντίδα τὸν ἀγρόν του, τὸν καθιστᾷ ἱκανὸν πρὸς περισσοτέραν καρποφορίαν, τοιουτοτρόπως καὶ ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ δυναμώνει καὶ σοφίζει αὐτούς, ποὺ μὲ ἐπιμέλειαν φροντίζουν καὶ ἑτοιμάζονται νὰ καταστοῦν ἄξιοι τῆς ὑποδοχῆς της, ὥστε νὰ καρποφορήσουν καὶ αὐτοί, κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς πνευματικῆς συγκομιδῆς «ἐν τριάκοντα καὶ ἐν ἑξήκοντα καὶ ἐν ἑκατὸν» (Μαρκ. δ’ 8).