Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος ΦΑΥΣΤΗΣ καὶ τῶν σὺν αὐτῇ ΕΥΪΛΑΣΙΟΥ καὶ ΜΑΞΙΜΟΥ.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἐβασάνισαν ἐπὶ ὥραν πολλὴν τὴν Ἁγίαν, ἐσήκωσεν αὕτη τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς οὐρανὸν μετὰ πίστεως καὶ προσηύχετο πρὸς τὸν Κύριον νὰ τῆς στείλῃ ἐξ ὕψους βοήθειαν· εὐθέως δὲ ἦλθεν ἀστραπὴ τόσον μεγάλη καὶ φοβερά, ὥστε πολλοὶ ἀπὸ τὸν φόβον των ἀπέθανον. Ἀλλὰ καὶ ὁ Εὐϊλάσιος ἐφοβήθη ὑπερβολικὰ καὶ νομίζων ὅτι ταῦτα ἦσαν ἔργα μαντείας, ἠρώτα τὴν Ἁγίαν ποῦ ἔμαθε νὰ κάμνῃ τοιοῦτα τερατουργήματα· ἡ δὲ ἔλεγε· «Μὴ ἀπατᾶσαι, ὦ δικαστά, νὰ νομίζῃς μαγείας τὰ ἔργα τῆς θείας δυνάμεως· ἐμοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι ὅλως δι’ ὅλου ἐστηριγμένη εἱς τὸν Δεσπότην μου, καὶ δὲν θέλεις δυνηθῆ νὰ μὲ χωρίσῃς ποσῶς ἀπὸ τὴν ἀγάπην του, ἔστω καὶ ἄν μοῦ κάμῃς μυρία κολαστήρια, τὰ ὁποῖα ποσῶς δὲν θὰ αἰσθάνομαι, διότι καταφλέγομαι ὁλόκληρος ἀπὸ τὸν θεῖον ἔρωτα καὶ διὰ νὰ γνωρίσῃς τὴν ἀλήθειαν, σὲ παρακαλῶ, πρόσταξε νὰ ζωγραφίσουν εἰς εἰκόνα τὸν χαρακτῆρα μου». Τούτου γενομένου μὲ πολλὴν ταχύτητα, ἐπρόσταξεν ἡ Ἁγία τοὺς στρατιώτας νὰ ξεσχίζουν καὶ νὰ τιμωροῦν τὴν εἰκόνα της καὶ λέγει τότε πρὸς τὸν ἄρχοντα· «Ζῇ Κύριος ὁ Θεός μου, καθὼς ἐγὼ δὲν αἰσθάνομαι, οὔτε καταλαβαίνω καθόλου πόνον τινά ἀπὸ ὅσα κακὰ κάμνετε εἰς αὐτὴν τὴν εἰκόνα, ἡ ὁποία ἔχει τὸν χαρακτῆρα μου, οὕτω καὶ ἡ ψυχή μου ὁλοτελῶς δὲν αἰσθάνεται τὰ κολαστήρια, τὰ ὁποῖα δίδετε εἰς τὴν σάρκα μου, ἐπὶ ὅσην δὲ ὥραν μὲ τιμωρεῖτε, σκέπτομαι τὸν Δεσπότην μου Χριστόν, καὶ ἐκεῖνος ἀνακουφίζει τοὺς πόνους μου».

Τότε προστάσσει ὁ ἄρχων νὰ τὴν καρφώσουν εἰς γλωσσόκομον, δηλαδὴ ξύλινον κιβώτιον στενὸν ὡς φέρετρον καὶ νὰ τὴν πριονίσωσι μέσα εἰς αὐτὸ ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω. Διατάξας ταῦτα ὁ ἄρχων, ἠγέρθη ἀπὸ τὸν θρόνον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν οἶκον του, διότι ἦτο ἑσπέρας. Τὴν ἐπαύριον εἶχον ἡτοιμασμένον οἱ στρατιῶται τὸ γλωσσόκομον καὶ καρφώσαντες ἐντὸς αὐτοῦ τὴν Ἁγίαν τὴν ἐπριόνιζαν ἀπὸ τὴν πρώτην ὥραν ἕως τὴν ἐνάτην καὶ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ κόψουν οὔτε κἂν τὸ δέρμα τῆς κεφαλῆς της, αὐτὴ δὲ ἔψαλλεν ἐντὸς τοῦ γλωσσοκόμου εὑρισκομένη καὶ ἐδόξαζε τὸν Κύριον. Οὕτως ἀγωνιζόμενοι οἱ στρατιῶται ἤλλαξαν ἓξ πρίονας, ὅλοι ὅμως συνετρίβοντο καὶ ἔμενον ἄχρηστοι, οἱ δὲ δήμιοι ἐκουράσθησαν καὶ ἔγιναν ὡς νεκροί. Ἔπειτα ἐδοκίμασαν νὰ τὴν τελειώσουν διὰ πυρός, νὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ αὐτῆς, ἀλλ’ οὔτε νὰ τὴν καύσουν ἠδυνήθησαν, ἐπειδὴ ἔχασε τὸ πῦρ τὴν καυστικήν του ἐνέργειαν καὶ τὴν ἐδρόσιζε μᾶλλον, οὕτω προστασσόμενον ὑπὸ τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ἐπεκαλεῖτο ἡ Μάρτυς ἔσωθεν, μὲ θάρρρος λέγουσα· «Κἂν διὰ πυρὸς ἔλθω, ἡ φλὸξ οὐδὲ ποσῶς κατακαύσει με».


Ὑποσημειώσεις

[1] Κύζικος· ἀρχαία πόλις τῆς Προποντίδος ἐπὶ τοῦ Κυζικηνοῦ κόλπου εἰς τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν τῆς θαλάσσης ταύτης, μεταξὺ Πανόρμου καὶ Ἀρτάκης καὶ ἐπὶ τοῦ ἰσθμοῦ τοῦ συνδέοντος τὴν Ἀρκτόνησον μετὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, κτισθεῖσα ὑπὸ Κυζίκου υἱοῦ τοῦ ἐκ Θεσσαλίας Αἰνέου. Κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους ὑπῆρξε σπουδαία πόλις, νῦν ὅμως εἰναι ἠρειπωμένη, σῳζομένης μικρᾶς πόλεως καλουμένης ὑπὸ τῶν Τούρκων Καπίδαγ.