Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΜΑΡΚΟΥ τοῦ Ἀθηναίου, τοῦ ἀσκήσαντος ἐν τῷ ὄρει τῆς Θρᾴκης τῆς πέραν τῆς χώρας τῶν Χετταίων.

Καὶ ἔφαγον, τέκνον μου, χῶμα ἀπὸ τὴν πολλὴν πεῖναν καὶ ἔπιον θαλάσσιον ὕδωρ ἐπὶ εἴκοσιν ἔτη. Καὶ ἔζων ἐν γυμνότητι καὶ μεγάλῃ στενοχωρίᾳ. Μυριάκις ὡρκίσθησαν μεταξύ των οἱ δαίμονες νὰ μὲ πνίξωσιν εἰς τὴν θάλασσαν. Πολλάκις μὲ ἔσυραν μέχρι τοῦ χαμηλοτέρου σημείου τοῦ ὄρους, ἕως ὅτου δὲν ἀπέμεινεν εἰς ἐμὲ οὔτε δέρμα, οὔτε σὰρξ καὶ ἐφώναζον λέγοντες· «Φύγε ἀπὸ τὸ ἔδαφός μας. Ἀπ’ ἀρχῆς κόσμου δὲν ἦλθεν ἐδῶ ἄλλος κανείς καὶ σύ, πῶς ἔλαβες τὴν τόλμην νὰ ἔλθῃς;».

«Παρέμεινα λοιπόν, συνέχισε νὰ λέγῃ ὁ Ὅσιος, μὲ μεγάλην ὑπομονήν, τὰ τριάκοντα αὐτὰ ἔτη, πεινῶν καὶ διψῶν καὶ γυμνητεύων, καθὼς σοῦ εἶπον καὶ τὸν ἀφόρητον πόλεμον τῶν δαιμόνων ὑφιστάμενος. Ἀλλ’ ἀφοῦ παρῆλθον τὰ τριάκοντα ἔτη ἐπεφοίτησεν εἰς ἐμὲ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πολλῇ αὐτῆς εὐσπλαγχνίᾳ καὶ μὲ τὴν προσταγὴν Ἐκείνου ἤλλαξεν ἡ σωματική μου κατάστασις καὶ ἐφύτρωσαν τρίχες εἰς τὸ σῶμά μου ἕως οὗ ἐβάρυνα ἐξ αὐτῶν καὶ τρυφὴ πνευματικὴ συνεχῶς μοῦ ἀπεστέλλετο καὶ Ἄγγελοι κατήρχοντο πρὸς τὴν ἀθλιότητά μου καὶ εἶδον, τέκνον μου, τὰς ἐκτάσεις τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ τὰς Μονὰς τῶν Δικαίων. Εἶδον τὸν Παράδεισον τοῦ Θεοῦ καὶ μοῦ ἔδειξαν τὸ ξύλον τῆς Γνώσεως, ἀπὸ τοῦ ὁποίου τὸν καρπὸν ἔφαγον οἱ Προπάτορες. Εἶδον τὸν Ἐνὼχ καὶ τὸν Ἠλίαν ἐν γῇ ζώντων. Δὲν ὑπάρχει τίποτε, τέκνον μου, τὸ ὁποῖον ἐζήτησα νὰ μοῦ ἑρμηνευθῇ παρὰ Θεοῦ καὶ νὰ μὴ μοῦ τὸ ἔδειξεν ὁ Φιλάνθρωπος».

«Ἀφοῦ διηγήθη ταῦτα ὁ Ἅγιος, τὸν ἠρώτησα· «Εἰπέ μου, Πάτερ, πόθεν εἶσαι καὶ πῶς συνέβη νὰ ἔλθῃς ἐδῶ;». Τότε ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη· «Ἐγώ, τέκνον μου, εἶμαι ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, Ἕλλην εἰδωλολάτρης. Οἱ γονεῖς μου ἤθελον νὰ γίνω φιλόσοφος, ὅπως γίνονται οἱ μάταιοι ἄνθρωποι τῆς πατρίδος μου, δι’ αὐτὸ ἐξεπαιδευόμην συναναστρεφόμενος τοὺς φιλοσόφους. Ὁ Κύριος ὅμως μὲ ἠλέησε καὶ γνωρίσας τὴν ἀλήθειαν ἐβαπτίσθην καὶ ἔγινα Χριστιανός. Ἀφοῦ δὲ ἀπέθανον οἱ γονεῖς μου, ἐσκέφθην ὅτι καὶ ἐγὼ θνητὸς εἶμαι, ὅπως οἱ πρόγονοί μου. Ποῖον λοιπὸν θὰ εἶναι τὸ ὄφελος ἂν ἀπολαύσω τὸν μάταιον κόσμον καὶ χάσω τὸν οὐράνιον; Ἂς ἀναχωρήσω ἐκ τοῦ κόσμου προτοῦ ἔλθωσι καὶ μὲ ἁρπάσωσιν οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Ἐνεδύθην λοιπὸν τὰ ἱμάτιά μου καὶ ἀφοῦ ἐκάθισα ἐπὶ μιᾶς σανίδος ἐρρίφθην εἰς τὴν θάλασσαν. Ὁδηγηθεῖσα δὲ ἡ σανὶς διὰ χειρὸς Ἀγγέλου, μὲ ἔφερεν εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ ὄρους τούτου, ὅπου, περιπλανηθεὶς ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, εὗρον τὸ σπήλαιον [1] τοῦτο, εἰς τὸ ὁποῖον εἰσελθών, ὅπως προηγουμένως σοῦ εἶπον, διήνυσα τὸν πολυώδυνον καὶ τραχύτατον δρόμον τῆς ἐδῶ παροικίας μου μέχρι σήμερον».


Ὑποσημειώσεις

[1] Εἰς τὸ βιβλίον του, περί οὗ ἀναφέρομεν ἐν τῇ ὑποσημειώσει τῆς σελ. 96, ὁ Φώτιος Κόντογλου ὡς ἑξῆς περιγράφει τὰ τῆς πορείας τοῦ Ὁσίου Μάρκου ἀπὸ Ἀθηνῶν μέχρι τοῦ σπηλαίου, εἰς τὸ ὁποῖον τὸν ἀσκητικὸν αὐτοῦ διῆλθε δίαυλον, ἅτινα ἠρύσθη, ὡς φαίνεται, ἐξ ἑτέρας τινὸς πηγῆς, τὴν ὁποίαν δὲν σημειώνει·

«Κι’ ἀποθάνανε οἱ γονεῖς μου κ’ εἶπα, θνητὸς ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἐγὼ σὰν τοὺς πατεράδες μου, τί ὄφελος θὰ ἀπολαύσω ἀπὸ τοῦτον τὸν μάταιο τὸν κόσμο; Σηκώθηκα κι ἀπαράτησα τὸν κόσμο σὲ κείνους ποὺ τὸν ἀγαπᾶνε, κ’ ἐγὼ ἦρθα μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Κι’ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια βγῆκα στὸν ἄμμο καὶ περπάτηξα πολλὲς μέρες καὶ πολλὲς νύκτες, κ’ ἔφτασα σὲ μίαν ἄλλη μεγάλη κι’ ἁμαρτωλὴ πολιτεία. Ἀπὸ κεῖ μίσεψα καὶ πέρασα πολὺν ἄμμο κ’ ἔφταξα σ’ ἕνα κτίριο μεγαλώτατο γεμᾶτο εἴδωλα ποὺ τὸ λέγανε Ἀμαντᾶ. Ὕστερα περιπάτηξα κάμποσες μέρες ἀπάνου σὲ γῆς κατάξερη ποὺ δὲν ἔνοιωσε ποτὲς μυρουδιὰ ἀπὸ νερό, κ’ ἔφταξα σ’ ἕνα μέρος ἀπὸ κεῖνα ποὺ τὰ λένε οἱ ντόπιοι οὐαχὲ κ’ οἱ Ἕλληνες τὰ λένε ὄαση, μὲ νερὸ καὶ μὲ δένδρα πολλὰ καὶ κεῖ ζούσανε ἄνθρωποι ἄγριοι. Εἶδα πὼς ἤμουνα ἀκόμα κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους ὅσο ἤμουνα καὶ τότες ποὺ ζοῦσα στὸν κόσμο, καὶ περπάτηξα μερόνυχτα πολλά, μὲ πόθο νὰ φτάξω σὲ μέρος ποὺ δὲν εἶναι ἄνθρωπος, περπάτηξα σ’ ἔνα λάκκωμα μεγάλο κ’ εἶδα δέντρα πετρωμένα, πλὴν ἄνθρωπον δὲν εἶδα, ὡς ποὺ ἔφταξα στὰ βουνὰ Ζαμπαρὰχ κοντὰ στὴ θάλασσα. Ἀπὸ κεῖ περπάτηξα σαράντα μέρες ὁδηγημένος ἀπὸ τὸ Θεό, κ’ ἔφταξα πιὰ σὲ τοῦτο τὸ μέρος, καὶ τὰ ποδάρια μου μὲ φέρανε ἴσια σὲ τοῦτο τὸ σπήλαιο, δίχως νὰ κυβερνῶ ἐγώ».