«Ὁ δὲ νεώτερος Σιλβανός, συνέχισε λέγων ὁ Ὅσιος, ἀφ’ ὅτου ἠθέλομεν νὰ τὸν ἐκδιώξωμεν διὰ τὴν ἀκρασίαν καὶ ἀμέλειάν του, οὕτως ἐξουθένωσε τὸν δαίμονα διὰ τῆς ὑπερβολικῆς του ταπεινοφροσύνης, τόσον ὥστε δὲν δύναται πλέον οὗτος νὰ ἐγείρῃ κατ’ αὐτοῦ κανένα πόλεμον. Διότι δι’ ὅλης του τῆς ψυχῆς καὶ τῆς διανοίας νομίζει τὸν ἑαυτόν του ἀχρεῖον, εὐτελῆ καὶ ἀναξιώτερον ὅλων ἡμῶν, διὰ τοῦτο καὶ ἔχει τὸ δάκρυ ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν ἕτοιμον καὶ διαρκές. Ὥστε, σεῖς μέν, διὰ τῆς γνώσεως, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῶν ἄλλων ἀγώνων κατὰ τῶν δαιμόνων, ὑπερβάλλετε τοῦτον. Οὗτος δέ, διὰ τῆς ταπεινοφροσύνης, ἐπέταξεν εἰς τὰ οὐράνια καὶ δὲν δύνασθε νὰ τὸν φθάσετε, διότι ἄλλη ἀρετὴ δὲν ταπεινώνει τοσοῦτον τὸν διάβολον, ὅσον ἡ ἐξ ὅλης ψυχῆς ταπεινοφροσύνη, ἡ συνυπάρχουσα μετὰ τῆς γνώσεως, τῆς πράξεως καὶ τῆς διακρίσεως». Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον λοιπὸν ὁ μακάριος Σιλβανός, ἐπὶ ὀκτὼ χρόνους ἀγωνισάμενος, μετὰ τὴν θαυμασίαν καὶ ὁσίαν ἐκείνην ἀλλοίωσιν, ἐν εἰρήνῃ ἐτελειώθη, τελέσας τὸν καλὸν ἀγῶνα ἐν Κυρίῳ καὶ δρόμον τὸν ἔνθεον. Ἐμαρτύρησε δὲ ἐν φόβῳ Θεοῦ ὁ μέγας Παχώμιος, ὅτι εἶδε πλῆθος ἀναρίθμητον Ἁγίων Ἀγγέλων, οἵτινες παρέλαβον τὴν μακαρίαν αὐτοῦ ψυχὴν ἐν χαρᾷ μεγίστῃ καὶ ψαλμῳδίᾳ ἀρρήτῳ καὶ ὡδήγησαν αὐτὴν πρὸς τὸν Θεόν, ὡς θυσίαν ἐκλεκτὴν καὶ εὐῶδες θυμίαμα.
Ἡμέραν δέ τινα, μεταβὰς ὁ μέγας Παχώμιος εἰς ἄλλην Μονὴν διὰ νὰ ἴδῃ τοὺς ἀδελφούς, ἔτυχε νὰ εὕρῃ ἐκεῖ νεκρόν τινα, τὸν ὁποῖον ἐκράτουν βαδίζοντες πέριξ τοῦ Μοναστηρίου καὶ ψάλλοντες. Ὁ Ὅσιος ὅμως ἐπρόσταξε νὰ ἐκδύσουν αὐτὸν καὶ νὰ κάψουν ὅλα τὰ ἐνδύματά του, τὸ δὲ λείψανον νὰ θάψῃ εἷς ἰδιώτης, χωρὶς νὰ ψαλῇ. Τότε οἱ Προεστῶτες τῆς Μονῆς καὶ οἱ συγγενεῖς τοῦ θανόντος ἔπεσον πρὸ τῶν ποδῶν τοῦ Ὁσίου, παρακαλοῦντες αὐτὸν νὰ συγχωρήσῃ νὰ τὸν ψάλουν. Ἀλλ’ οὗτος δὲν ἠθέλησεν. Οἱ γονεῖς λοιπὸν τοῦ νεκροῦ ἐφώναζαν πρὸς τὸν Ὅσιον, κλαίοντες πικρῶς καὶ λέγοντες· «Διατί δεικνύεις τόσην ὠμότητα καὶ ἀσπλαγχνίαν πρὸς ἕνα νεκρόν, εὔσπλαγχνε; Τίνος βαρβάρου, βλέποντος τὸν ἐχθρόν του νεκρὸν καὶ ἄφωνον, δὲν μαλάσσεται ἡ καρδία; Ἂς μὴ ἤθελε γεννηθῆ εἰς τὸν κόσμον οὗτος ὁ ἄθλιος υἱός μας ἢ ἂς μὴ ἤρχεσο ἐδῶ σήμερον ἡ ἁγιωσύνη σου, νὰ προξενήσῃς τοιαύτην ὀδύνην καὶ ὄνειδος εἰς τὸ γένος μας».