ποῖος σκανδαλίζεται καὶ ἐγὼ δὲν φλέγομαι; Ἐκτὸς ἐὰν ἤθελεν εἰπεῖ τις, ὅτι καὶ ἡ ἀθυμία ἔχει ἡδονήν. Διότι πολλοὶ καὶ ἐξ ἐκείνων, οἵτινες τέκνα ἔχασαν, ἀφηνόμενοι μὲν νὰ θρηνῶσι, παρηγορίαν λαμβάνουσιν, ἐμποδιζόμενοι δὲ ἐπιτείνουσι τὴν λύπην των· οὕτω λοιπὸν καὶ ὁ Παῦλος, νύκτα καὶ ἡμέραν δακρύων, παρηγορίαν ἐλάμβανε· διότι κανεὶς δὲν ἐπένθησε τόσον διὰ τὰ ἰδικά του κακά, ὅσον διὰ τὰ ξένα ἐκεῖνος. Διότι ποία νομίζεις ὅτι ἦτο ἡ Ψυχική του κατάστασις ὅταν, ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελον νὰ σωθῶσιν, ηὔχετο νὰ ἐκπέσῃ αὐτὸς ἀπὸ τὴν δόξαν τῶν οὐρανῶν, ἐὰν τοιουτοτρόπως ἦτο δυνατὸν νὰ σωθῶσιν οὗτοι;
Ὅθεν φανερὸν εἶναι ὅτι τὸ ὅτι δὲν ἐσῴζοντο αὐτοὶ τῷ ἦτο πολὺ βαρύτερον. Διότι, ἐὰν δὲν ἦτο βαρύτερον, δὲν ἤθελεν εὐχηθῆ ἐκεῖνο, ἐπειδὴ ὡς ἐλαφρότερον καὶ μᾶλλον παρηγορητικὸν τὸ προετίμησε καὶ ὄχι ἁπλῶς ἤθελεν, ἀλλὰ καὶ ἐφώναζε λέγων, ὅτι λύπη εἰς ἐμὲ εἶναι καὶ ὀδύνη εἰς τὴν καρδίαν μου.
Αὐτὸν λοιπόν, ὅστις καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἐλυπεῖτο διὰ τοὺς κατοικοῦντας τὴν οἰκουμένην, καὶ δι’ ὅλους ἀπὸ κοινοῦ, καὶ ἔθνη δηλαδὴ καὶ πόλεις, καὶ δι’ ἕνα ἕκαστον, μὲ τί ἤθελε δυνηθῆ τις νὰ τὸν παραβάλῃ; μὲ ποῖον σίδηρον; μὲ ποῖον ἀδάμαντα; τί ἤθελε, καλέσει τις ἐκείνην τὴν ψυχήν; Χρυσῆν ἢ ἀδαμαντίνην; διότι καὶ ἀπὸ πάντα ἀδάμαντα στερεωτέρα ἦτο, καὶ ἀπὸ χρυσὸν καὶ λίθους πολυτίμους πολυτιμοτέρα· καὶ ἀπὸ ἐκείνην μὲν τὴν οὐσίαν θὰ φανῇ ἀνωτέρα εἰς τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἀντοχήν, ἀπὸ ταύτην δὲ εἰς τὴν πολυτέλειαν· πρὸς ποίαν λοιπὸν ἤθελέ τις τὸν παραβάλῃ; Πρὸς καμμίαν μὲν ἀπὸ τὰς ὑπαρχούσας.
Ὁ Παῦλος ἰσχυρότερος καὶ λαμπρότερος ἀπὸ χρυσὸν καὶ ἀδάμαντα καὶ ἀπὸ ὅλα ἀνώτερος.
ΕΑΝ δὲ καὶ χρυσὸς ὁ ἀδάμας ἤθελε γίνει, καὶ ἀδάμας ὁ χρυσός, τότε ὁπωσδήποτε θὰ ἠδύναντο νὰ δώσωσιν εἰκόνα τινὰ τῆς ψυχῆς τοῦ Παύλου. Ἀλλὰ διατί νὰ τὴν παραβάλω πρὸς ἀδάμαντα καὶ χρυσόν; Τὸν κόσμον ὅλον θέσε πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, καὶ τότε θὰ ἴδῃς ὅτι βαρύνει περισσότερον ἡ ψυχὴ τοῦ Παύλου. Διότι, ἐὰν τοῦτο λέγῃ ἐκεῖνος διὰ τοὺς δικαίους, οἵτινες διέπρεψαν ἐνδεδυμένοι εἰς τὰς περιπλανήσεις των δέρματα αἰγῶν καὶ καταφεύγοντες εἰς σπήλαια καὶ δρῶντες εἰς μικρὸν τῆς οἰκουμένης μέρος, πολὺ περισσότερον περὶ αὐτοῦ θὰ ἠδυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ἡμεῖς, ὅτι ἦτο τῶν πάντων ἀντάξιος. Ἐὰν λοιπὸν ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἄξιός του, ποῖος εἶναι ἄξιος; Τάχα ὁ οὐρανός;