Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ τοῦ Χιοπολίτου, τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αωβ’ (1802).

Ἀναχωρήσας λοιπὸν ἐκεῖθεν ὁ Δημήτριος ἐπῆγε καὶ παρρησιάσθη εἰς τον καϊμακάμην καὶ τοῦ λέγει· «Αὐθέντα, ἤξευρε ὅτι ἐγὼ ἤμην Χριστιανὸς καὶ μὲ βίαν καὶ δυναστείαν μὲ ἔφεραν εἰς ταύτην σας τὴν μιαρὰν καὶ καταφρονεμένην θρησκείαν· ὅμως ἐγὼ καὶ ἤμην καὶ εἶμαι Χριστιανὸς καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ ἀποθάνω καὶ διὰ τοῦτο ἦλθα ἐδῶ, διὰ νὰ ὁμολογήσω ἔμπροσθέν σου ὅτι ἔσφαλα καὶ νὰ κηρύξω τὴν ἀλήθειαν τῆς ἁγίας μου Πίστεως. Λοιπὸν ἔσφαλα μεγάλως καὶ ὁμολογῶ, ὅτι μία εἶναι ἡ ἀληθὴς πίστις· ἡ πίστις τῶν εὐσεβῶν καὶ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν». Καὶ ταῦτα εἰπὼν ἔρριψε κατὰ γῆς τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς του καὶ ἐστάθη μὲ σιωπήν. Ταῦτα ἀκούσας ὁ καϊμακάμης προσέταξε καὶ τοῦ ἔφεραν τὸ κάλυμμα, ἤρχισε δὲ νὰ τοῦ ὁμιλῇ μὲ πολλὴν ἡμερότητα καὶ ἁπαλότητα· βλέπων ὅμως ὅτι ὁ Μάρτυς δὲν ἔδιδε καμμίαν προσοχήν, ἀλλὰ μάλιστα καὶ κατεφρόνει εὐθαρσῶς ὅσα τοῦ ἔλεγε, προσέταξε νὰ τὸν ρίψουν εἰς τὴν φυλακήν, ἕως εἰς δευτέραν ἐξέτασιν, διορίζων νὰ τοῦ βάλουν δύο ἁλύσεις, μίαν εἰς τοὺς πόδας καὶ ἄλλην εἰς τὸν λαιμόν. Τὸν ἔβαλον λοιπὸν τὸ ἑσπέρας πρηνηδὸν εἰς τὸ παρ’ αὐτῶν λεγόμενον τουμπροῦκι· ἐκεῖνος δὲ ὁ ἀοίδιμος ὄχι μόνον δὲν ἐμικροψύχησεν ἢ ἐσκυθρώπασεν, ἀλλὰ καὶ ἐχάρη μάλιστα κατὰ ἀλήθειαν καὶ τοῦ ἐφαίνετο ὅτι εὑρίσκετο εἰς κανένα βασιλικὸν θάλαμον, μὲ πολλὴν ἀνάπαυσιν, καθ’ ὅλην δὲ τὴν νύκτα προσηύχετο δοξάζων καὶ παρακαλῶν τὸν Θεὸν μετὰ δακρύων, ἵνα τὸν ἀξιώσῃ νὰ βάλῃ καλὴν ἀρχὴν καὶ τέλος καλὸν καὶ μακάριον.

Ἡμέρας γενομένης, ὅταν ἤνοιξε τὸ κριτήριον, πάλιν ἐκ προστάγματος ἔρχεται εἰς δευτέραν ἐξέτασιν· ὅλη ἡ ἐξέτασις ἐστάθη κολακευτικὴ νουθεσία, μὲ ὑποσχέσεις καὶ ταξίματα, καθὼς συνηθίζουν οἱ τύραννοι νὰ κάμνουν εἰς τοὺς θείους Μάρτυρας· βλέποντες δὲ ὅτι ὁ νέος ἵστατο ἀμετάβλητος εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς ἀπόφασίν του καὶ ὅτι μισεῖ καὶ καταφρονεῖ ὅλας των τὰς ὑποσχέσεις ὡς ἀντιθέους καὶ ψυχοβλαβεῖς, ἤρχισαν νὰ τὸν φοβερίζουν, ὅτι τοὺς ἀναγκάζει νὰ τοῦ κάμουν τὰ πάνδεινα. Ταῦτα ἐκεῖνος ὁ ἀξιάγαστος ἀκούων ἀπεκρίθη· «Ἕτοιμος εἶμαι νὰ ὑπομείνω καὶ μάστιγας καὶ κολάσεις καὶ βάσανα κάθε λογῆς διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ γλυκυτάτου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ· καὶ μὴ χάνετε καιρόν, ἀλλὰ κάμετε ὅ,τι ἔχετε νὰ κάμετε, ὅτι ἐγὼ διὰ τοῦτο ἦλθα». Τότε ὁ καϊμακάμης τοῦ λέγει μὲ θυμόν· «Οὕτω λέγεις σύ, πῶς ἔχεις νὰ ὑποφέρῃς ὅ,τι σοῦ κάμουν διὰ νὰ σὲ προσκυνοῦν οἱ γκιαούρηδες, μὰ ἐγὼ θέλω σοῦ κόψει ἔξαφνα τὴν κεφαλήν, διὰ νὰ κολασθῇς». Τότε ὁ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς τοῦ ἀπεκρίθη· «Πρὶν νὰ κόψῃς σὺ ἐμέ, θέλει κόψει ὁ Θεὸς τὴν ἰδικήν σου ζωὴν καὶ θὰ ὑπάγῃς ὡς ἀσεβὴς εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν». Ταῦτα εἰπόντος τοῦ Μάρτυρος,


Ὑποσημειώσεις

[1] Καπετὰν πασᾶς ὠνομάζετο τουρκιστὶ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ στόλου.